- σαπρά
- σαπρόςrottenneut nom/voc/acc plσαπρά̱ , σαπρόςrottenfem nom/voc/acc dualσαπρά̱ , σαπρόςrottenfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαπρᾷ — σαπρός rotten fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπράν — σαπρά̱ν , σαπρός rotten fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπράς — σαπρά̱ς , σαπρός rotten fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπρός — ή, ό / σαπρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει υποστεί αποσύνθεση, σήψη, σάπιος (α. «σαπρά μήλα» β. «σαπραὶ ἐλαῑαι», Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) εξασθενημένος, εξαντλημένος σωματικά («γέρων ὤν καὶ σαπρός», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. ηθικά αποσυντεθειμένος,… … Dictionary of Greek
κρούμα — κροῡμα, τὸ (Α) [κρούω] 1. κρούση, χτύπημα 2. τόνος ή νότα που παράγεται από έγχορδο ή πνευστό μουσικό όργανο (α. «ὁ δίκαιος ἀμείνων κοινωνὸς τοῡ κιθαριστικοῡ, ὥσπερ ό κιθαριστικὸς τοῡ δικαίου εἰς κρουμάτων;», Πλάτ. β. «αὐλεῑ... σαπρὰ κρούματα»,… … Dictionary of Greek
σαπροσκελής — ές, Μ αυτός που έχει σαπρά, σάπια σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, κακο σκελής] … Dictionary of Greek
ψωΐα — ἡ, Α [ψώα] (κατά τον Ησύχ.) «σαπρὰ δυσωδία» … Dictionary of Greek
Παλαιά — Μικρό χωριό της αρχαίας Αιολίδας (Μυσία Μικράς Ασίας), κοντά στην πόλη Άστυρα και στη λίμνη Σάπρα. Αναφέρεται από τον Στράβωνα (15,614) αλλά μέχρι σήμερα δεν προσδιορίστηκε η ακριβής θέση του. Στο χωριό αυτό κατέληγε μία υπόγεια σπηλιά, μήκους… … Dictionary of Greek